- φιλόϋπνος
- -ον, Μβλ. φίλυπνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίλυπνος — η, ο / φίλυπνος, ον, ΝΜΑ, και φιλόϋπνος Α αυτός που αγαπά πολύ τον ύπνο, υπναράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὕπνος (πρβλ. ὠμό ϋπνος)] … Dictionary of Greek